-
1 μεσ-ημβρινός
μεσ-ημβρινός (für μεσημερινός), mittägig, zu Mittag, κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Ar. Vesp. 774 u. Sp., ἀήρ, Luc. Hipp. 7. – Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag, Schäf. Long. p. 356; adverbial, Mittags, Theocr. 1, 15. 10, 48; Nic. Ther. 401 ohne Artikel, wie Luc. Anach. 25. – 'Ὁ μεσαμβρινὸς ᾠδός heißt die Cicade, Ep. ad. 175 (IX, 584); vgl. Ar. Av. 1095, ὁ ϑεσπέσιος ὀξὺ μέλοι ἀχέτας ϑάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. – Auch = gegen Mittag gelegen, südlich, Aesch. Prom. 721; τὰ μεσ., sc. χωρία, Thuc. 6, 2; ὁ μεσ. κύκλος, der Mittagskreis, Meridian. [Sp. D. von Callim. an brauchen ι auch nach Versbedürfniß lang; vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 602.]
-
2 μεσ-όμφαλος
μεσ-όμφαλος, in der Mitte des Nabels; ἐν μεσομφάλοις Πυϑικοῖς χρηστηρίοις, Aesch. Spt. 729, denn Delphi wird als der Nabel der Erde, d. i. im Mittelpunkte der Erde gelegen betrachtet, vgl. Ch. 1032 Ag. 1026; τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων μαντεῖα, Soph. O. R. 480, wie Eur. μεσόμφαλοι μυχοὶ γᾶς, Or. 331; ἑστία, Ion 462 u. öfter; auch sp. D.; Agath. bei Ath. X, 454 d nennt den Buchstaben Θ μεσ. κύκλος. Auch eine Art Becher, Theop. bei Ath. XI, 502 a; eine Art Kuchen, Poll. 2, 169.
-
3 μεσ-ημβρία
μεσ-ημβρία, ἡ (ἡμέρα, eigtl. μεσημερία), ion. μεσαμβρίη, Mittag; 1) Tageszeit; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499; τῆς μεσημβρίας, Mittags, Vesp. 500, wie μεσαμβρίης Her. 3, 104; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης, von der im Mittag stehenden u. sich zum Abend abwärts neigenden Sonne hergenommen, Nachmittags, ibd.; vgl. Plat. Phaedr. 242 a, ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται σταϑερά; Thuc. 2, 28; Xen. u. Folgde; auch übertr., wie bei uns, μεσ. τοῦ βίου, VLL. – 2) Himmelsgegend, Süden, Her. 1, 6. 142 u. Sp. – [Ι ist lang gebraucht Ep. in athlet. stat. 45 ( Plan. 369).]
-
4 μεσ-όριον
μεσ-όριον, τό, Gränze zwischen zwei Orten, Sp.
-
5 μεσ-όφρυον
μεσ-όφρυον, τό, Zwischenraum zwischen den Augenbrauen; Anacr. 15, 13; Opp. C. 1, 181.
-
6 μεσ-όφθαλμος
μεσ-όφθαλμος, mit Augen von mittlerer Größe, Procl.
-
7 μεσ-ύμνιον
μεσ-ύμνιον, τό, ein Ausruf mitten in einer Strophe, Gramm.
-
8 μεσ-αυλικόν
μεσ-αυλικόν, τό, das auf der Flöte dazwischen, zwischen dem Gesange, geblasene Stück; Schol. Ar. Ran. 1282; Music.
-
9 μεσ-αύχην
-
10 μεσ-αύλιος
μεσ-αύλιος, was den mittleren Hof betrifft, dah. ein Sklavenname, s. nom. pr.; – τὸ μεσαύλιον nach Suid. = μέσαυλον, – nach Eust. auch = μεσαυλικόν.
-
11 μεσ-αύλη
-
12 μεσ-ευθύς
μεσ-ευθύς, ύ, zwischen dem Graden in der Mitte, so hieß bei den Pythagoräern die Zahl sechs, als in der Mitte liegend zwischen zwei und zehn, Clem. Al. strom. 6 p. 811.
-
13 μεσ-εντέριον
μεσ-εντέριον, τό, das Gekröse, das sich zwischen den dünnen Därmen befindet u. sie zusammenhält und verbindet, Arist. part. an. 2, 3 (ib. 4, 4 steht wahrscheinlich falsch μεσέντερον) H. A. 1, 16.
-
14 μεσ-εγγυητής
μεσ-εγγυητής, ὁ, der Bürge (?).
-
15 μεσ-εγγυέω
μεσ-εγγυέω, Bürge sein, μεσεγγυῆσαι, Poll. 8, 28; sonst nur med., sich Bürgschaft bei einem Dritten, einer Mittelsperson niederlegen lassen, οἱ μεσεγγυησάμενοι Antipho 6, 50, μεσεγγυοῠνται Isocr. 13, 5 (Bekk. statt der vulg. μεσεγγυῶνται); Dem. 39, 3 u. sonst. – Pass., ἐὰν δὲ τὸ μεσεγγυηϑὲν ϑρέμμα ᾖ, das Verpfändete, Plat. Legg. XI, 914 d; τρία τάλαντα παρ' Ἐργοκλέους μεσεγγυηϑέντα τοῖς λέγουσιν Lys. 29, 6.
-
16 μεσ-εγγύη
-
17 μεσ-εγγύησις
μεσ-εγγύησις, ἡ, das Niederlegen eines Pfandes bei einer Mittelsperson (?).
-
18 μεσ-εγγύημα
μεσ-εγγύημα, τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.
-
19 μεσ-εμ-βόλημα
μεσ-εμ-βόλημα, τό, das mitten hinein Geworfene, Sp.
-
20 μεσ-εμ-βολέω
μεσ-εμ-βολέω, mitten hineinwerfen, -schieben, Nicom. arith. 1, 19; vgl. Lob. zu Phryn. 622. Davon
См. также в других словарях:
μεσ(σ)οτύλαρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + πιθ. τύλη «εξόγκωμα»] … Dictionary of Greek
μεσ(σ)όψηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)] … Dictionary of Greek
μέσ(σ)οπα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον» … Dictionary of Greek
μεσ(σ)οικέται — (Α) βλ. μεσοικέτης … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μέσ' — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσα , μέσης a wind between masc voc sg μέσα , μέσης a wind between masc nom sg (epic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
σχινίζω — μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς] 1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα 2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαι α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντια β) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις… … Dictionary of Greek
φιδοζώνω — μέσ. και φιδοζώνουμαι, Ν μτφ. 1. περιβάλλω κάποιον σαν φίδι 2. μέσ. φιδοζώνομαι και φιδοζώνουμαι αρχίζω να ανησυχώ υποψιαζόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + ζώνω (πρβλ. μέ ζώσανε τα φίδια)] … Dictionary of Greek
αντιμεταθέτω — (μέσ., αντιμετατίθεμαι) (AM ἀντιμετατίθεμαι) νεοελλ. κάνω αμοιβαία μετάθεση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων αρχ. μσν. αντικαθίσταμαι … Dictionary of Greek
δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 … Dictionary of Greek